Βασικά Συστατικά Κεραλοιφής


Μ Ε Λ Ι

ΟΡΙΣΜΟΣ

Το μέλι είναι ένα αρωματικό, ιξώδες, γλυκό υλικό που προέρχεται από το νέκταρ των φυτών, το οποίο μαζεύουν οι μέλισσες και το μεταβάλλουν για την τροφή τους σε ένα πυκνότερο υγρό και τελικά το αποθηκεύουν στις κηρήθρες τους.

ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ

Οι μέλισσες συλλέγουν νέκταρ από τα λουλούδια ή φυσικούς χυμούς και το αποθέτουν στην κυψέλη τους. Εκεί χάνει υγρασία και φτάνει στη συνηθισμένη υγρασία του μελιού, από 14-18%.
Το μέλι περιέχει κατά 77-78% σάκχαρα (κυρίως φρουκτόζη και γλυκόζη) και λόγω της σχετικά χαμηλής του υγρασίας, δεν ευνοεί την ανάπτυξη μικροοργανισμών.
Είναι όξινης αντίδρασης, ρευστό στην αρχική μορφή του, αλλά μεταβάλλεται σε κρυσταλλικό όταν μείνει πολύ καιρό. Αποτελείται κυρίως από δύο απλά σάκχαρα, την δεξτρόζη και την λεβουλόζη, με παρουσία κατά περιπτώσεις πιο σύνθετων υδατανθράκων, με επικρατέστερη συνήθως την λεβουλόζη και περιέχει πάντοτε μεταλλικές ουσίες, φυτικά χρωστικά υλικά, μερικά ένζυμα και κόκκους γύρεως.

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Το μέλι σαν τροφή του ανθρώπου είναι ένα από τα πολυτιμότερα, θρεπτικότερα και υγιεινότερα τρόφιμα. Δίνει ενέργεια στους μύες, διαύγεια στο μυαλό, απολυμαίνει και ρυθμίζει το πεπτικό σύστημα. Η τακτική χρήση του δίνει σφρίγος στον οργανισμό και συντελεί στην παράταση της ζωής. Ο Ιπποκράτης και όλοι οι γιατροί της αρχαιότητας το συνιστούσαν σαν φάρμακο σε πολλές περιπτώσεις. Και σήμερα αναγνωρίζεται η θεραπευτική του αξία στην δυσκοιλιότητα, στις καρδιοπάθειες, αναιμία, αδενοπάθεια και στις περιπτώσεις κατάπτωσης και αδυναμίας του οργανισμού.Η άποψη αυτή είναι διαδεδομένη σε ολόκληρο τον κόσμο και το σπουδαιότερο είναι τεκμηριωμένη και από επιστήμονες.



Κ Ε Ρ Ι    Μ Ε Λ Ι Σ Σ Α Σ

Το κερί παράγεται από ειδικούς αδένες της μέλισσας και εξυπηρετεί, βασικά, δυο σκοπούς. Ο πρώτος είναι η κατασκευή των εξαγωνικών κελιών, στα όποια αποθηκεύει μέλι, γύρη και βασιλικό πολτό και ο δεύτερος είναι για την επιδιόρθωση ρωγμών και οπών που ενδεχομένως έχει το μελίσσι σε συνδυασμό με την προπόλη. Χονδρικά, μια κέρινη δομή 20gr μπορεί να αντέξει το βάρος 1000gr μελιού. Το κερί έχει ένα εύρος χρωμάτων, πρακτικά, από ανοικτό κίτρινο μέχρι σκουρόχρωμο ωχρό/καφέ ανάλογα με την ποιότητα του και την ποσότητα ξένων προσμείξεων που περιέχει. Όσο πιο ανοιχτόχρωμο είναι τόσο το καλύτερο.

ΦΥΣΙΚΕΣ  ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Το αγνό κερί, όπως παράγεται απευθείας από την μέλισσα είναι λευκού χρώματος. Γίνεται όλο και σκουρόχρωμο, καθώς ενσωματώνει γύρη, σκόνη, πρόπολη και αλλά υπολείμματα από το μελίσσι ή ανεμοζάλη γύρη. Το σημείο βρασμού του κεριού, χονδρική, είναι περίπου στους 65οC και η πυκνότητα του στου 15οC είναι περίπου 0,96gr/ml. Το κερί δεν θα πρέπει να θερμαίνεται σε θερμοκρασία μεγαλύτερη από 85οC, ενώ η έκθεση του σε υψηλές θερμοκρασίες πρέπει να γίνεται με αργό ρυθμό.
Το κερί είναι χημικώς αδρανές υλικό και παρουσιάζει μεγάλη πλαστικότητα, ειδικά πάνω από τους 30οC. Η πλαστικότητα αυτή εξαρτάται από την καθαρότητα του και από την ποικιλία της μέλισσας που το παρήγαγε. Είναι αδιάλυτο στο νερό, και ιδιαίτερα ανθεκτικό σε ισχυρά οξέα. Ως εκατοστού, δύσκολα αφομοιώνεται από τον ανθρώπινο οργανισμό κατά την πέψη. Είναι διαλυτό στην αιθυλική αλκοόλη και στα λιπαρά οξέα με ταυτόχρονη θέρμανση.

ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΕΡΙΟΥ

Η πλήρης χημική σύσταση του κεριού είναι ακόμη άγνωστη. Παρόλα αυτά, πολλές γνώστες ουσίες έχουν αναγνωριστεί, όπως διαφόρων ειδών εστέρες, υδρογονάνθρακες, οξέα, αλκοόλες κ.α.

ΧΡΗΣΗ ΚΕΡΙΟΥ

Το κερί χρησιμοποιήθηκε φαρμακευτικά για την χρόνια μαστίτιδα, το έκζεμα, την επούλωση εγκαυμάτων και πληγών, την δερματίτιδα, την θυλακοειδή, τα σπυριά του δέρματος, την τερηδόνα και την ουλίτιδα.

Το κερί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την μεταφορά και σταδιακή αποδέσμευση αιθέριων ελαίων και πρόπολης στον οργανισμό. Το κερί αφομοιώνεται σε πολύ μικρό βαθμό από τον ανθρώπινο οργανισμό. Παρόλα αυτά, χρησιμοποιείται σε πρωτόκολλα καθαρισμού έντερου, συνήθως μαζί με αιθέρια ελαία, γύρη και πρόπολη.

Έχει βρεθεί πως το κερί που χρησιμοποιούν οι μέλισσες για να καλύψουν το ώριμο μελί διαθέτει αντιβιοτικές ουσίες που το καθιστούν ικανό να συντηρεί το μελί. Το κερί χρησιμοποιείται για την παράγωγη φαρμάκων σε μορφή κάψουλα βραδιάς απορρόφησης. Το κερί χρησιμοποιείται στην βιομηχανία καλλυντικών, βελτιώνοντας τις ιδιότητες τους και βελτιώνοντας την σταθερότητα τους. Χρησιμοποιείται σε αποσμητικά, οδοντόπαστες, σαπούνια, κρέμες ξυρίσματος, κρέμες σώματος και προσώπου, αντηλιακές λοσιόν κ.α. Το κερί χρησιμοποιείται στη βιομηχανία βερνικιών και λιπαντικών.


Ε Λ Α Ι Ο Λ Α Δ Ο

Ελαιόλαδο (ή απλώς λάδι) ονομάζεται στα Ελληνικά το λάδι που προέρχεται από τους καρπούς της ελιάς.
Το ελαιόλαδο είναι βασικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής και θεωρείται προϊόν υγιεινής διατροφής λόγω της περιεκτικότητάς του σε μονοακόρεστα λιπαρά. Είναι το έλαιο των καρπών της ελιάς. Εξάγεται με έκθλιψη των ελιών, οι οποίες πρέπει να συλλέγονται πριν από την τελική τους ωρίμανση, όταν δηλαδή έχουν χρώμα πράσινο-μελιτζανί, καθώς η ποιότητα του λαδιού τους είναι πολύ καλύτερη από αυτήν του λαδιού που εξάγεται από τους τελείως ώριμους καρπούς. Οι ελιές συλλέγονται με τα χέρια ή όταν είναι τελείως ώριμες, με τίναγμα του δέντρου. Αποθηκεύονται σε ξύλινα δοχεία ή σε σωρούς, σε καλά αεριζόμενους χώρους για να αποφευχθεί η ζύμωση.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ & ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

Το λάδι παράγεται στα ελαιουργεία, με ψυχρή ή θερμή συμπίεση καρπού ελιάς. Σε αρκετές περιπτώσεις, στη συνέχεια γίνεται φιλτράρισμα με διηθητικά μέσα.
Τα σύγχρονα ελαιουργεία είναι ανεξάρτητες βιομηχανίες οι οποίες διαθέτουν άφθονο νερό για τον καθαρισμό και την επεξεργασία των ελιών. Οι διάφοροι χώροι του ελαιουργείου αερίζονται καλά, είναι στεγνοί και έχουν θερμική μόνωση. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα μικρά ελαιουργεία προσαρτημένα στα αγροκτήματα, όπου η επεξεργασία γίνεται με τα παραδοσιακά συστήματα• οι αγρότες τα ονομάζουν λιαρούβια ή λιοτρίβια.
Στα ελαιουργεία η επεξεργασία αρχίζει με το ζύγισμα, τον διαχωρισμό και το πλύσιμο των ελιών. Οι ελιές, που έχουν τοποθετηθεί σε ξύλινα τελάρα μεταφέρονται με αναβατόρια σε μια μεγάλη λεκάνη η οποία βρίσκεται σε ένα ύψωμα του ελαιουργείου. Από εκεί πέφτουν με χοανοειδείς αγωγούς στο ελαιοτριβείο, που αποτελείται από θραυστήρες ή μυλόλιθους. Μετά την πρώτη σύνθλιψη και έκθλιψη εξάγεται το πρώτο λάδι και παραμένει ο ελαιοπολτός. Ο ελαιοπολτός μεταφέρεται σε ένα δεύτερο ελαιοπιεστήριο (πίεση με ανερχόμενο κύλινδρο), από το οποίο εξάγεται το δεύτερο λάδι. Τέλος, πραγματοποιείται μια τρίτη έκθλιψη, από την οποία συγκεντρώνονται σε λεκάνες τα υπολείμματα του ελαιοκάρπου (πυρήνα ή ελαιοπλακούντες). Στη συνέχεια, η πυρήνα διοχετεύεται σε λέβητες, όπου αναδεύεται και θερμαίνεται έως τους 80-90 βαθμούς Κελσίου.
Στο στάδιο αυτό, με τη βοήθεια ισχυρών υδραυλικών πιεστηρίων, εξάγεται και άλλο λάδι από τους ελαιοπλακούντες (πυρήνα), το οποίο καθορίζεται από το ίζημα (μούργα) με αυτόματο διαχωρισμό μέσα σε δεξαμενές (λίμπες, υπολήναια) και, κατόπιν, σε ταχύστροφους φυγοκεντρικούς ελαιοδιαχωριστήρες. Στα ελαιουργεία υπάρχουν επίσης δεξαμενές όπου συγκεντρώνονται οι μούργες και τα νερά του πλυσίματος των ελιών. Αυτά, αφού παραμείνουν στις δεξαμενές περίπου για 20 ημέρες, περνούν από φυγοκεντρικό διαχωριστήρα και δίνουν πυρηνέλαια που είναι κατάλληλα για την παρασκευή σαπουνιών. Τα υγρά υπολείμματα (κατσίγαρος) αποξηραίνονται και χρησιμοποιούνται ως λιπάσματα, ως νομή ζώων ή ως καύσιμη ύλη. Στην τελευταία αυτή περίπτωση συσπειρώνονται με πίσσα σε κύβους, σε θερμοκρασία 70 βαθμών Κελσίου.
Ανάλογα με τον τύπο του μηχανικού εξοπλισμού, το σύστημα επεξεργασίας, την ποιότητα και την εποχή της συγκομιδής των ελιών, μπορούν να προκύψουν στα ελαιουργεία διαφορετικά δευτερεύοντα προϊόντα ή διαφορετικό λάδι από τις πυρήνες (πυρηνέλαιο), από τις ζυμωμένες ελιές, από τα υπολείμματα της σάρκας των καρπών κλπ. Τα ελαιόλαδα που κυκλοφορούν στο εμπόριο διακρίνονται σε φυσικά βρώσιμα και σε βιομηχανικά. Τα πρώτα διακρίνονται σε αγουρέλαια και σε έλαια πρώτης, δεύτερης ή τρίτης ποιότητας. Η μέση απόδοση από 100 κιλά ελιών, που κυμαίνεται ανάλογα με την ποιότητα, το έτος και το σύστημα επεξεργασίας, είναι περίπου 15-25 κιλά λάδι, 35-50 κιλά ελαιοπυρήνα και 35-50 κιλά υπολείμματα.

ΕΞΕΥΓΕΝΙΣΜΟΣ  ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ

Η επεξεργασία αυτή πραγματοποιείται σε ελαιόλαδο κατώτερης ποιότητας, τα οποία έχουν δυσάρεστη οσμή και γεύση, επειδή περιέχουν ελεύθερα λιπαρά οξέα. Χάρη στον εξευγενισμό (ραφινάρισμα), ο οποίος μπορεί να πραγματοποιηθεί με φυσικές ή χημικές μεθόδους, τα ελαιόλαδα αποκτούν χαρακτηριστικά και γεύση παρόμοια με του καθαρού λαδιού. Εάν στο ελαιόλαδο, εκτός από τα ελεύθερα λιπαρά οξέα, υπάρχουν και ακαθαρσίες (ρητινώδεις ουσίες, πρωτεΐνες ή υπολείμματα φυτικών ιστών) για τον εξευγενισμό απαιτείται μετάγγιση, πλύσιμο, διύλιση και αφαίρεση με διαλύτες και διαδοχικές διηθήσεις της ελαιώδους διάλυσης με επανάκτηση του διαλύτη. Το θειούχο ελαιόλαδο, εκχύλισμα με τον θειούχο άνθρακα, είναι πράσινο και έχει δυσάρεστη οσμή. Γι' αυτό χρησιμοποιείται στην παρασκευή πράσινου σαπουνιού ή, αν δεν έχει πολύ μεγάλη οξύτητα, εξευγενίζεται και χρησιμοποιείται ως εδώδιμο.


Π Ρ Ο Π Ο Λ Η

Η πρόπολη είναι ρητινώδης κολλητική ουσία που συλλέγουν οι μέλισσες από διάφορα φυτά, την εμπλουτίζουν με κερί, γύρη, ένζυμα και άλλες ουσίες και τη χρησιμοποιούν για να στεγανοποιήσουν και απολυμάνουν το εσωτερικό της φωλιάς τους. Η ονομασία οφείλεται στο ότι οι μέλισσες την τοποθετούν μπροστά στην είσοδο της κυψέλης (προ της πόλης) ώστε να την στενέψουν και να εμποδίσουν την είσοδο στη φωλιά διαφόρων εχθρών όπως είναι τα ποντίκια, μεγάλες πεταλούδες, φίδια και άλλα.

ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ

Η πρόπολη περιέχει κύρια ρητίνη (55%), κερί (30%), αιθέρια έλαια (10%), γύρη (5%). Τα υπόλοιπα συστατικά της είναι αρωματικές ουσίες, ζάχαρα, βάλσαμα, τερπένεια, αλειφατικά οξέα και οι εστέρες τους, φλαβόνες, ανόργανες ουσίες, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία και άλλα γνωστά και άγνωστα συστατικά.

ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ

Το χρώμα της πρόπολης εξαρτάται από την φυτική της σύσταση. Συνήθως είναι καφέ-πράσινη, καστανή, σκούρο καφέ. Είναι αδιάλυτη στο νερό και διαλυτή στην αλκοόλη, στη βενζίνη και σε διάλυμα καυστικού νατρίου. Σε θερμοκρασίες πάνω από 25 βαθμούς Κελσίου είναι μαλακή, εύκαμπτη και κολλά στα χέρια, ενώ σε θερμοκρασίες κάτω από 15 βαθμούς κελσίου γίνεται σκληρή και εύθραυστη.

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ

Η πρόπολη έχει βακτηριοστατικές και βακτηριοκτόνες ιδιότητες. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία τραυμάτων των αναπνευστικών οργάνων, της στοματικής κοιλότητας, και άλλων περιοχών του ανθρώπινου σώματος. Περιέχει σε μεγάλες συγκεντρώσεις φλαβόνες, φλαβονόλες και φλαβονόνες οι οποίες επιδρούν στον οργανισμό με διαφόρους τρόπους. Έχουν αντιφλεγμονική δράση στις αρθρώσεις, στο δέρμα και στους βλεννώδεις ιστούς, προστατεύουν τη βιταμίνη C από οξειδώσεις. Έχουν ευεργετική επίδραση στα τριχοειδή αγγεία και παρατείνουν τη δράση της αδρεναλίνης αναστέλλοντας την ο-μεθυλο τρανσφεράση. Αναστέλλουν τη συνάθροιση ερυθροκυττάρων, βελτιώνουν την κυκλοφορία του αίματος στα τριχοειδή αγγεία, έχουν αντιβακτηριακή δράση στα gram θετικά και gram αρνητικά βακτήρια και έχουν αντισηπτική δράση. Αλκοολικό εκχύλισμα πρόπολης 50% χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της χρόνιας ωτίτιδας. Επίσης η πρόπολη χρησιμοποιείται κατά του χρόνιου κνησμού, για τη θεραπεία της τοπικής κοκκινίλας, της φαρυγγίτιδας, των μυκητιάσεων και για γενικά προβλήματα ωτορινολαρυγγολογίας. Βοηθά στην αντιμετώπιση προβλημάτων ρευματικής αρθρίτιδας και σπονδυλικής αγκύλωσης. Η πρόπολη έχει θετικά αποτελέσματα στη θεραπεία των αγγειοκινητικών νεύρων που προκαλούν την καταρροή των αναπνευστικών κυττάρων. Χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση του έλκους και προβλημάτων του προστάτη καθώς επίσης και για θεραπεία προβλημάτων της στοματικής κοιλότητας. Παράλληλα την πρόπολη την συναντούμε σε καλλυντικά, λοσιόν κρέμες προσώπου, σαπούνια, σαμπουάν αλλά και οδοντόπαστες.

ΑΚΟΜΗ…

Η πρόπολη παρασκευάζεται από τις μέλισσες, οι οποίες την τοποθετούν προ της πόλεως τους εξόν και η ονομασία. Συγκεντρώνοντας αδιάκοπα ρητίνες από συγκεκριμένα φυτά και από τη φλοίδα ορισμένων δένδρων, που τις αναμειγνύουν με κερί και γύρη, παρασκευάζουν την πρόπολη για να προστατεύσουν την κυψέλη από μολύνσεις. Η πρόπολη προσφέρει στον άνθρωπο τις σπουδαίες θεραπευτικές της δυνάμεις. Το χρώμα της ποικίλει από κίτρινο σε σκούρο καφέ, ανάλογα με την φυτική προέλευση των ρητινών. Η πρόπολη αποτελείται από ρητίνες, κερί, αιθέρια έλαια, γύρη, οργανικές και ανόργανες ουσίες, περιέχει φλεβονοειδή, αλειφατικά αρωματικά οξέα, φαινολικά στοιχεία, αρωματικές αλδεΰδες, αμινοξέα, ζάκχαρα και βιταμίνες. Η πρόπολη έχει πολλές βιολογικές και φαρμακολογικές ιδιότητες. Τα πολλά φλοβονοειδή και η συγκέντρωση της σε αρωματικά μόρια είναι η αρχή της αντιβακτηριδιακής, αντιοικής, αντιμυκητισιακής, αντιπαρασιτικής, αντιψλεγμονώδης, αναισθητικής και επουλωτικής της δράσης. Επίσης είναι πολύ αποτελεσματική στην υγιεινή της στοματικής κοιλότητας, υπό μορφή οδοντοπλυμμάτων, όπου καταπολεμά τις διάφορες λοιμώξεις και την κακοσμία. Βοηθάει στην θεραπεία κρυολογημάτων, πονόλαιμων, χρόνιων φαρυγγίτιδων, άφθων, γαστρεντερίτιδας, κολίτιδας και άλλων ασθενειών. Το φυσικό απολυμαντικό της Ιπποκράτειας θεραπευτικής χρησιμοποιείται και στις μέρες μας, εσωτερικά και εξωτερικά, για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος και την εξυγίανση της επιδερμίδας.